Παρακολουθoύμε από το πρωί τις «εντάσεις» στο Πολυτεχνείο. Ποιος θα κάνει «ιδιοκτησία» του την εξέγερση. Σε ποιον θα επιτραπεί να καταθέσει στεφάνι, ποιος κινδυνεύει να φάει ξύλο, ποιος θα αποδοκιμαστεί και ποιος θα πάει σαν τον κλέφτη από τα χαράματα για να κάνει το «καθήκον» του και στη συνέχεια να συνεχίσει το… θεάρεστο έργο του στην πολιτική, στη δουλειά του, στο σπίτι του.
Κι αισθανόμαστε ντροπή γιατί συνεχίζεται μια βάναυση προσβολή της ιστορικής μνήμης της εξέγερσης του ΕΜΠ.
Αισθανόμαστε και ντροπή γιατί τα σημερινά παιδιά δεν μαθαίνουν την πραγματική διάσταση εκείνης της μοναδικής εξέγερσης. Δεν μαθαίνουν την πραγματική ιστορία, τους πρωταγωνιστές της, τα συνθήματα και το βαθύτερο νόημά τους.
Δυστυχώς μαθαίνουν ότι Πολυτεχνείο σημαίνει μπάχαλο, επεισόδια, πολιτική ξεφτίλα, οικειοποίηση ενός γεγονότος που θα έπρεπε να έχει αγκαλιαστεί από όλους και να είναι το «Ιερό Δισκοπότηρο» της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.
Δυστυχώς μαθαίνουν αυτό που κάποιοι ανόητοι φωνάζουν εν μέσω… πλέριας Δημοκρατίας ότι «Η Χούντα δεν τελείωσε το ’73».
Ή εκείνοι που φωνάζουν: «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη», στηρίζοντας άθλιους τρομοκράτες που αφαίρεσαν ανθρώπινες ζωές στο όνομα μιας δολοφονικής επαναστατικής γυμναστικής.
Ας μιλήσουμε καθαρά για το Πολυτεχνείο.
Η Εξέγερση ήταν ένα γεγονός που φέρει αποκλειστικά τη σφραγίδα της ατομικής δράσης. Ο καθένας μόνος του και όλοι μαζί έφτιαξαν αυτό το μοναδικό γεγονός. Κανένα κόμμα δεν ήταν εκεί και κανείς δεν έχει δικαίωμα τώρα να οικειοποιείται την «τρέλα» αυτών των παιδιών.
Η Εξέγερση ήταν μια στιγμή που ξεγύμνωσε την αφασία του ελληνικού λαού ο οποίος επέτρεψε επί 7 χρόνια να βρίσκεται η χώρα στο γύψο.
Που επέτρεψε την κατάλυση της Δημοκρατίας επειδή η Χούντα «έκανε έργα», «έδινε λεφτά», ή γιατί βοήθησε να μην… καταλάβουν τη χώρα «οι κομμουνισταί».
Οι νέοι εκείνοι ξεμπρόστιασαν τους ανθρώπους που βολεύτηκαν σε μια κατάσταση που λέει «που να μπλέκω εγώ, έχω τη δουλίτσα μου τώρα».
Ξεγύμνωσε τους «κυρ Παντελήδες της Επταετίας που δεν κούνησαν το δακτυλάκι τους για να πέσει το άθλιο καθεστώς ανόητων στρατιωτικών.
Ποιος να φανταζόταν ότι η χώρα που γέννησε ήρωες το 1821 και το 1940 να έχει γεννήσει και «κότες» που έβλεπαν τα τανκς να περνούν.
Και δυστυχώς η θυσία των νεκρών του Πολυτεχνείου «εξαργυρώθηκε» από εκείνους που θέλησαν να κάνουν καριέρες και που σήμερα κουνάνε το δάκτυλο στους φοιτητές που ήταν οι πρωταγωνιστές, αλλά θέλησαν να διατηρήσουν την ανωνυμία τους.
Περισσότερο από ποτέ σήμερα είναι επίκαιρος ο Μανώλης Αναγνωστάκης που έγραφε το «Φοβάμαι» για όλους εκείνους που έμειναν αμέτοχοι στο έγκλημα της Χούντας αλλά και για όλους εκείνους που κράτησαν κλειστές τις πόρτες τους πριν από 48 χρόνια, εκείνη την μαύρη, αλλά τόσο λαμπερή νύχτα της ελληνικής ιστορίας.
«Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου ‘κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν….
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.»
Βασ. Κανέλης, ingr