Ακόμη θυμάμαι την έκπληξη του φίλου Μισέλ Γκερέν, όταν έμαθε ότι στο ελληνικό σχολείο Ιστορία διδάσκουν οι φιλόλογοι. Hταν τότε, αρχές δεκαετίας του ενενήντα, μορφωτικός σύμβουλος της γαλλικής πρεσβείας και διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου.
Φιλόσοφος με κλασική παιδεία. Αναφέρω το έργο του: «Νίτσε, ο ηρωικός Σωκράτης». Αγαπούσε τον ελληνικό πολιτισμό, όπως όλοι οι σοβαροί Eυρωπαίοι φιλόσοφοι, και χάρη στη θητεία του στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών γνώρισε και εκτίμησε την Ελλάδα του καιρού μας. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς είναι δυνατόν μια χώρα που η Ιστορία είναι το βασικό πολιτισμικό της κεφάλαιο να μην έχει προβλέψει ώστε η μέση εκπαίδευση να έχει το «ανθρώπινο δυναμικό» για να τη διδάξει στα παιδιά της.
Αυτά τη δεκαετία του ενενήντα. Σχεδόν μισόν αιώνα αργότερα η κατάσταση δεν έχει αλλάξει. Σήμερα, στο Γυμνάσιο και το Λύκειο, Ιστορία εξακολουθούν να διδάσκουν οι φιλόλογοι. Oμως, φιλόλογος είναι και ο καθηγητής Γαλλικής ή Αγγλικής. Και το ευφυές «σύστημα» –ο Θεός να το κάνει σύστημα– της ελληνικής πολιτείας θεωρεί ότι αν κάποιος είναι καθηγητής Γαλλικής και του περισσεύουν ώρες διδασκαλίας, για να τις συμπληρώσει μπορεί να διδάσκει Ιστορία. Δεν μπορεί να διδάσκει Φυσική ή Μαθηματικά εννοείται. Γιατί; Μα είναι φιλόλογος.
Κατηγορούμε τη νέα γενιά για δύο αμαρτήματα. Το πρώτο είναι η αδυναμία κατανόησης κειμένου. Εγραψα γι’ αυτό πριν από δύο Κυριακές και θα επανέλθω. Το δεύτερο είναι η αδυναμία κατανόησης της Ιστορίας. Είναι αλληλένδετα. Η Ιστορία είναι κείμενο. Αν δεν έχεις τον εξοπλισμό για να κατανοήσεις ένα κείμενο, δεν μπορείς να κατανοήσεις και την Ιστορία.
Η αυτοψία μου περιορίστηκε στο βιβλίο με τα «Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας» που διδάσκεται στη Γ΄ τάξη Γενικού Λυκείου. Αν δεν κάνω λάθος, είναι στην εξεταστέα ύλη των Πανελληνίων Εξετάσεων. Δεν είμαι ιστορικός, δεν είμαι εκπαιδευτικός, όμως είμαι αναγνώστης. Και θα μιλήσω ως αναγνώστης που απολαμβάνει την ανάγνωση κειμένων Ιστορίας, όσο απολαμβάνει και την ανάγνωση της λογοτεχνίας. Το κοινό χαρακτηριστικό τους είναι το ύφος.
Οσες αλήθειες κι αν μεταφέρει ένα κείμενο, αν του λείπει το «ύφος» δεν μπορεί να αγγίξει τη σκέψη σου. Και τα κείμενα του βιβλίου που διδάσκει την Ιστορία των διακοσίων ετών στους εφήβους είναι κείμενα χωρίς ύφος. Μια μηχανική καταγραφή γεγονότων και προσώπων. Ο μόνος τρόπος για να τα προσεγγίσεις είναι να τα αποστηθίσεις.
Πόσα ονόματα κομμάτων, πόσα ονόματα ιερέων πρέπει να αποστηθίσει ο δεκαεφτάχρονος για να αποδείξει ότι ξέρει Ιστορία; Μπουχτίζει και μόλις περάσει τις εξετάσεις τα ξεχνάει. Και μετά λέμε εμείς ότι οι νέοι μας δεν μαθαίνουν Ιστορία. Και πού να τη μάθουν, αφού δεν τους τη διδάσκουμε;
Διάβασα το κεφάλαιο περί αυτοχθόνων και ετεροχθόνων. Θαύμασα την ταύτιση των ετεροχθόνων με τους πρόσφυγες. Οι «ετερόχθονες», που τους ονομάζει «πρόσφυγες» το βιβλίο, ήταν οι εκπρόσωποι του μορφωμένου ελληνισμού που αποκλείστηκε από τους «αυτόχθονες» αγωνιστές.
Ο συγγραφέας του καταγράφει τη σύγκρουση, χωρίς να βοηθήσει τον αναγνώστη του, έφηβο μαθητή, να αντιληφθεί τις συνέπειές της. Ομως, σύμφωνα με το βιβλίο της Ιστορίας, το σημαντικότερο στο σύγχρονο έθνος είναι το προσφυγικό. Απ’ τους ετερόχθονες, που τους βαφτίζει πρόσφυγες, περνάει στους Μικρασιάτες, που είναι πρόσφυγες.
Ο,τι μένει στο μυαλό του εφήβου είναι ότι η Ελλάδα είναι χώρα προσφύγων. Ο πρόσφυγας λειτουργεί σαν πλατωνική ιδέα. Οι ετερόχθονες, όπως ο Παπαρρηγόπουλος, δεν είχαν σχέση με τους πρόσφυγες της μικρασιατικής καταστροφής, τον Βενέζη για παράδειγμα. Ομως οι πρόσφυγες είναι της μόδας.
Μια ιστορική αφήγηση κατακερματισμένη. Αυτή είναι η εντύπωση του βιβλίου της Γ΄ Λυκείου. Οπου ο μαθητής δεν μπορεί να σχηματίσει μια ενιαία αντίληψη για τη «Νεοελληνική Ιστορία». Σωστή ή λάθος ποιος θα το κρίνει; Σημασία έχει να αποκτήσει μιαν ενιαία αντίληψη για να μπορεί να την κρίνει όταν βρεθεί αντιμέτωπος με την αναίρεσή της.
Προς το παρόν οφείλει να αρκεστεί στη συλλογή κειμένων που του προσφέρει το εγχειρίδιο. Κοινώς, σε μια συλλογή αποστήθισης ονομάτων κομματαρχών και μητροπολιτών από όπου λείπει το συνεκτικό νήμα, αυτό που λέμε Ιστορία. Ας γραφούν καινούργια βιβλία. Βιβλία που στοχεύουν στον έφηβο αναγνώστη τους και όχι στον πανεπιστημιακό, που γράφει για να αποδείξει ότι είναι συγγραφέας.
Τάκης Θεοδωρόπουλος